- αναβολίτης
- ο βιοχ.ονομασία που δίνεται στις ουσίες που παίρνουν μέρος στον αναβολισμό. Απ' αυτές τις ουσίες, άλλες μεν παράγονται στον οργανισμό κατά τη διαδικασία τού μεταβολισμού και άλλες προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον (τροφή κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. anabolite < anabol [ism] (πρβλ. αναβολισμός) + κατάλ. -ite (πρβλ. -ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.